χρυσόμαλλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσόμαλλος η χρυσόμαλλη το χρυσόμαλλο
      γενική του χρυσόμαλλου της χρυσόμαλλης του χρυσόμαλλου
    αιτιατική τον χρυσόμαλλο τη χρυσόμαλλη το χρυσόμαλλο
     κλητική χρυσόμαλλε χρυσόμαλλη χρυσόμαλλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσόμαλλοι οι χρυσόμαλλες τα χρυσόμαλλα
      γενική των χρυσόμαλλων των χρυσόμαλλων των χρυσόμαλλων
    αιτιατική τους χρυσόμαλλους τις χρυσόμαλλες τα χρυσόμαλλα
     κλητική χρυσόμαλλοι χρυσόμαλλες χρυσόμαλλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρυσόμαλλος < αρχαία ελληνική grc < χρύσεος / χρυσοῦς (< χρυσός < σημιτικής προέλευσης ) + μαλλός. Συγκρίνετε με το χρυσομάλλης.

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾiˈso.ma.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυσόμαλλος

Επίθετο

χρυσόμαλλος, -η, -ο

  1. που το μαλλί του, το τρίχωμά είναι χρυσά [1]
    Ο Ιάσονας έκλεψε το χρυσόμαλλο δέρας με τη βοήθεια της Μήδειας.
  2. που το μαλλί του, το τρίχωμά του έχει χρώμα χρυσαφί ή ξανθό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.