χρυσόρραπις
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
χρυσόρραπις
-ράπιδος <
χρυσός
και
ῥαπίς
(ράβδος)
Ουσιαστικό
χρυσόρραπις
αρσενικό ή θηλυκό
(ή
επίθετο
)
εκείνος με το χρυσό ραβδί, χαρακτηρισμός του
Ερμή
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.