χρυσάρματος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χρυσάρματος < χρυσός και ἅρμα
Επίθετο
χρυσάρματος,ος,ον
- με χρυσό άρμα, επίθετο για την Αθηνά αλλά και για ήρωες
Σημειώσεις
- οι χρυσάρματοι ήταν ουσιαστικό για τη φρουρά των μακεδόνων βασιλιάδων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.