χρυσοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρυσοφόρος | η | χρυσοφόρος & χρυσοφόρα |
το | χρυσοφόρο |
| γενική | του | χρυσοφόρου | της | χρυσοφόρου & χρυσοφόρας |
του | χρυσοφόρου |
| αιτιατική | τον | χρυσοφόρο | τη | χρυσοφόρο & χρυσοφόρα |
το | χρυσοφόρο |
| κλητική | χρυσοφόρε | χρυσοφόρε & χρυσοφόρα |
χρυσοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρυσοφόροι | οι | χρυσοφόροι & χρυσοφόρες |
τα | χρυσοφόρα |
| γενική | των | χρυσοφόρων | των | χρυσοφόρων | των | χρυσοφόρων |
| αιτιατική | τους | χρυσοφόρους | τις | χρυσοφόρους & χρυσοφόρες |
τα | χρυσοφόρα |
| κλητική | χρυσοφόροι | χρυσοφόροι & χρυσοφόρες |
χρυσοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρυσοφόρος < αρχαία ελληνική χρυσοφόρος, μορφολογικά αναλύεται σε χρυσ(ός) + -ο- + -φόρος
Επίθετο
χρυσοφόρος, -ος/-α, -ο
- που φοράει χρυσά, είναι ζάπλουτος, είναι ισχυρός
- επιχείρηση ή δραστηριότητα που αποφέρει πολλά κέρδη
- που φέρει χρυσό ( για έδαφος)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | χρυσοφόρος | τὸ | χρυσοφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | χρυσοφόρου | τοῦ | χρυσοφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | χρυσοφόρῳ | τῷ | χρυσοφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | χρυσοφόρον | τὸ | χρυσοφόρον | ||
| κλητική ὦ! | χρυσοφόρε | χρυσοφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | χρυσοφόροι | τὰ | χρυσοφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | χρυσοφόρων | τῶν | χρυσοφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | χρυσοφόροις | τοῖς | χρυσοφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | χρυσοφόρους | τὰ | χρυσοφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | χρυσοφόροι | χρυσοφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρυσοφόρω | τὼ | χρυσοφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χρυσοφόροιν | τοῖν | χρυσοφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
χρυσοφόρος
- Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.