χρυσόστροφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χρυσόστροφος < χρυσός και στρέφω

Επίθετο

χρυσόστροφος, ος, ον

Λύκει᾽ ἄναξ, τά τε σά χρυσοστρόφων ἀπ᾽ ἀγκυλᾶν βέλεα... (Σοφοκλής) : τα χρυσά, επίχρυσα τόξα ή ίσως ως σχήμα λόγου οι ειδικά επεξεργασμένες χορδές τους ή τα λαμπερά βέλη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.