χημικό στοιχείο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χημικό στοιχείο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χημικό στοιχείο ουδέτερο
- (χημεία) στοιχείο, είναι χημική ουσία που αποτελείται αποκλειστικά από άτομα με τον ίδιο αριθμό πρωτονίων στους πυρήνες τους (ατομικό αριθμό)
Μεταφράσεις
χημικό στοιχείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.