χρυσόδετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρυσόδετος | η | χρυσόδετη | το | χρυσόδετο |
| γενική | του | χρυσόδετου | της | χρυσόδετης | του | χρυσόδετου |
| αιτιατική | τον | χρυσόδετο | τη | χρυσόδετη | το | χρυσόδετο |
| κλητική | χρυσόδετε | χρυσόδετη | χρυσόδετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρυσόδετοι | οι | χρυσόδετες | τα | χρυσόδετα |
| γενική | των | χρυσόδετων | των | χρυσόδετων | των | χρυσόδετων |
| αιτιατική | τους | χρυσόδετους | τις | χρυσόδετες | τα | χρυσόδετα |
| κλητική | χρυσόδετοι | χρυσόδετες | χρυσόδετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρυσόδετος < αρχαία ελληνική, μορφολογικά αναλύεται χρυσο- + -δετος
Επίθετο
χρυσόδετος, -η, -ο
Μεταφράσεις
χρυσόδετος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.