λευκόχρυσος

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Pt
  • Ατομικός αριθμός : 78
  • Προηγούμενο = Ir
  • Επόμενο = Au

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

λευκόχρυσος < (λευκός) λευκό- + χρυσ(ός) + -ος, (λόγιο δάνειο) γαλλική or blanc. Διαφορετική η ελληνιστική σημασία του λευκόχρυσος

Ουσιαστικό

λευκόχρυσος αρσενικό

  1. (χημεία) χημικό στοιχείο της κατηγορίας των μετάλλων με ατομικό αριθμό 78 και χημικό σύμβολο το Pt· η πλατίνα
  2. (κοσμηματοποιία) κράμα χρυσού με άλλο μέταλλο, συνήθως ασήμι και παλλάδιο, που έχει λευκότερο χρώμα από εκείνο του χρυσού
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λευκόχρυσος οι λευκόχρυσοι
      γενική του λευκόχρυσου των λευκόχρυσων
    αιτιατική τον λευκόχρυσο τους λευκόχρυσους
     κλητική λευκόχρυσε λευκόχρυσοι
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

λευκόχρυσος < (λευκός) λευκό- + χρυσ(ός) + -ος

Επίθετο

λευκόχρυσος -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.