χρυσεόδμητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | χρυσεόδμητος | τὸ | χρυσεόδμητον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | χρυσεοδμήτου | τοῦ | χρυσεοδμήτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | χρυσεοδμήτῳ | τῷ | χρυσεοδμήτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | χρυσεόδμητον | τὸ | χρυσεόδμητον | ||
| κλητική ὦ! | χρυσεόδμητε | χρυσεόδμητον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | χρυσεόδμητοι | τὰ | χρυσεόδμητᾰ | ||
| γενική | τῶν | χρυσεοδμήτων | τῶν | χρυσεοδμήτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | χρυσεοδμήτοις | τοῖς | χρυσεοδμήτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | χρυσεοδμήτους | τὰ | χρυσεόδμητᾰ | ||
| κλητική ὦ! | χρυσεόδμητοι | χρυσεόδμητᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρυσεοδμήτω | τὼ | χρυσεοδμήτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χρυσεοδμήτοιν | τοῖν | χρυσεοδμήτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- χρυσεόδμητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρυσεόδμητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.