χρυσοχόος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χρυσοχόος οι χρυσοχόοι
      γενική του/της χρυσοχόου των χρυσοχόων
    αιτιατική τον/τη χρυσοχόο τους/τις χρυσοχόους
     κλητική χρυσοχόε χρυσοχόοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρυσοχόος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρυσοχόος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε χρυσο- + -χόος (δείτε, αρχαία ελληνικά χρυσός, χέω)

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾi.soˈxo.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυσοχόος

Ουσιαστικό

χρυσοχόος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή αντικειμένων ή κοσμημάτων από χρυσάφι
      Συνδυάζοντας διάφορες τεχνικές , οι Βυζαντινοί χρυσοχόοι σκαλίζουν τα ευγενή μέταλλα, σμιλεύουν τους ημιπολύτιμους λίθους, ίασπη, σαρδόνυχα, λαζουρίτη, αχάτες και την ορεία κρύσταλλο, λεπτουργούν με μοναδική μαστοριά επιπεδόγλυφα και περίκλειστα σμάλτα και δένουν μαργαριτάρια, πετράδια και πολύχρωμα υέλια στα θελκτικά τους μικροτεχνήματα (Το Ελληνικό Κόσμημα : Πέντε Χιλιάδες χρόνια παράδοση, Ελληνικό Κέντρο Αργυροχοΐας, 1995, σελ. 85)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χρυσοχόος οἱ χρυσοχόοι
      γενική τοῦ χρυσοχόου τῶν χρυσοχόων
      δοτική τῷ χρυσοχό τοῖς χρυσοχόοις
    αιτιατική τὸν χρυσοχόον τοὺς χρυσοχόους
     κλητική ! χρυσοχόε χρυσοχόοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρυσοχόω
γεν-δοτ τοῖν  χρυσοχόοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρυσοχόος < (χρυσός) χρυσο- + -χόος (< θέμα χο- < χέω) [1]

Ουσιαστικό

χρυσοχόος αρσενικό

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.