σκεύος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκεύος τα σκεύη
      γενική του σκεύους των σκευών
    αιτιατική το σκεύος τα σκεύη
     κλητική σκεύος σκεύη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκεύος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκεύη, πληθυντικός του σκεῦος (δοχείο)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsce.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκεύος

Ουσιαστικό

σκεύος ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. {Π:ΛΚΝ}}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.