χρυσήλατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσήλατος η χρυσήλατη το χρυσήλατο
      γενική του χρυσήλατου της χρυσήλατης του χρυσήλατου
    αιτιατική τον χρυσήλατο τη χρυσήλατη το χρυσήλατο
     κλητική χρυσήλατε χρυσήλατη χρυσήλατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσήλατοι οι χρυσήλατες τα χρυσήλατα
      γενική των χρυσήλατων των χρυσήλατων των χρυσήλατων
    αιτιατική τους χρυσήλατους τις χρυσήλατες τα χρυσήλατα
     κλητική χρυσήλατοι χρυσήλατες χρυσήλατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρυσήλατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρυσήλατος < χρυσ- (< χρυσός,ουσιαστικό) + -ήλατος (< ἐλαύνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾiˈsi.la.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυσήλατος

Επίθετο

χρυσήλατος, -η, -ο [1]

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
χρῡσηλᾰτο-
ονομαστική / χρυσήλατος τὸ χρυσήλατον
      γενική τοῦ/τῆς χρυσηλάτου τοῦ χρυσηλάτου
      δοτική τῷ/τῇ χρυσηλάτ τῷ χρυσηλάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν χρυσήλατον τὸ χρυσήλατον
     κλητική ! χρυσήλατε χρυσήλατον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χρυσήλατοι τὰ χρυσήλατ
      γενική τῶν χρυσηλάτων τῶν χρυσηλάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς χρυσηλάτοις τοῖς χρυσηλάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χρυσηλάτους τὰ χρυσήλατ
     κλητική ! χρυσήλατοι χρυσήλατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χρυσηλάτω τὼ χρυσηλάτω
      γεν-δοτ τοῖν χρυσηλάτοιν τοῖν χρυσηλάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρυσήλατος < (χρυσός,ουσιαστικό) + χρυσ- + -ήλατος (< ἐλαύνω)

Επίθετο

χρυσήλατος, -ος, -ον

με άλλα μέταλλα:

  • ἀργυρήλατος
  • χαλκήλατος

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.