χρυσάωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / χρυσάωρ οἱ/αἱ χρυσάορες
      γενική τοῦ/τῆς χρυσάορος τῶν χρυσαόρων
      δοτική τῷ/τῇ χρυσάορ τοῖς/ταῖς χρυσάορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν χρυσάορ τοὺς/τὰς χρυσάορᾰς
     κλητική ! χρυσάορ χρυσάορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρυσάορε
γεν-δοτ τοῖν  χρυσαόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρυσάωρ < χρυσάορος ... -ωρ χρυσ- + ἄορ θέμα ... +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

χρυσάωρ, -ορος αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.