χρυσάωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | χρυσάωρ | οἱ/αἱ | χρυσάορες |
| γενική | τοῦ/τῆς | χρυσάορος | τῶν | χρυσαόρων |
| δοτική | τῷ/τῇ | χρυσάορῐ | τοῖς/ταῖς | χρυσάορσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | χρυσάορᾰ | τοὺς/τὰς | χρυσάορᾰς |
| κλητική ὦ! | χρυσάορ | χρυσάορες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρυσάορε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χρυσαόροιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
χρυσάωρ, -ορος αρσενικό ή θηλυκό
- άλλη μορφή του χρυσάορος: εκείνος με το χρυσό ξίφος ή όργανο ή σύνεργο
- ↪ χρυσάορα Φοῖβον ↪ Ὀρφέα χρυσάορα
- Σχόλια στον Πίνδαρο@αναζήτηση Epinician or triumphal Odes, in four Books; together with the Fragments of his lost Compositions; revised and explained by John Will. Donaldson, 1841
- ↪ χρυσάορα Φοῖβον ↪ Ὀρφέα χρυσάορα
Πηγές
- χρυσάωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρυσάωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.