χρυσεόκυκλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
χρυσεόκυκλος, ος, ον
- που έχει χρυσό δίσκο ολόγυρα, που λάμπει σαν χρυσάφι, σαν φωτοστέφανο ή σαν αύρα
- Ἀντιγόνη ὦ λιπαροζώνου θύγατερ Ἀελίου Σελαναία, χρυσεόκυκλον φέγγος, ὡς ἀτρεμαῖα κέντρα καὶ σώφρονα πώλοις μεταφέρων (Ευριπίδης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.