χρυσορρόης
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
χρυσορρόης αρσενικό ( & χρυσορόης και δωρικός τύπος χρυσορρόας)
- που περιέχει ψήγματα χρυσού, που έχει χρυσό ρείθρο, που καθώς κυλάει, ρέει μαζί του και χρυσάφι
- μόνος γὰρ ὡς ἀληθῶς ὁ χρυσορόας καλούμενος Νεῖλος μετὰ τροφῶν ἀφθόνων καὶ χρυσὸν ἀκίβδηλον καταφέρει... (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί)
- Τμώλου χρυσορόου χλιδᾷ μέλπετε τὸν Διόνυσον βαρυβρόμων ὑπὸ τυμπάνων, εὔια. (Σοφοκλής) : με την πολυτέλεια του <όρους> Τμώλου που από τις πλαγιές του τρέχει χρυσός....<εκτός και αν ονομαζόταν Τμώλος και ο ποταμός Κάϋστρος ή ο Έρμος>
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.