πολύτιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύτιμος | η | πολύτιμη | το | πολύτιμο |
| γενική | του | πολύτιμου | της | πολύτιμης | του | πολύτιμου |
| αιτιατική | τον | πολύτιμο | την | πολύτιμη | το | πολύτιμο |
| κλητική | πολύτιμε | πολύτιμη | πολύτιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύτιμοι | οι | πολύτιμες | τα | πολύτιμα |
| γενική | των | πολύτιμων | των | πολύτιμων | των | πολύτιμων |
| αιτιατική | τους | πολύτιμους | τις | πολύτιμες | τα | πολύτιμα |
| κλητική | πολύτιμοι | πολύτιμες | πολύτιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύτιμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύτιμος. Συγχρονικά αναλύεται σε πολύ- + τιμ(ή) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈli.ti.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐τι‐μος
- παρώνυμο: πολύτομος
Επίθετο
πολύτιμος, -η, -ο
- που έχει μεγάλη αξία
- ↪ το πιο πολύτιμο μέταλλο είναι ο χρυσός
- (μεταφορικά, για πράγματα) πολύ χρήσιμος, πολύ ωφέλιμος
- ↪ έκανε μια πολύτιμη ανακάλυψη
- γενικά, για κάθε τι που μας είναι ακριβό ή πολυαγαπημένο
Συνώνυμα
- ακριβός
- ανεκτίμητος
- αξαγόραστος
- ατίμητος
- βαρύτιμος
- ευεργετικός
- τιμαλφής
- χρήσιμος
- χρυσός
- ωφέλιμος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολύτιμος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
(ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πολύτιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύτιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.