κόσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κόσμος | οι | κόσμοι |
| γενική | του | κόσμου | των | κόσμων |
| αιτιατική | τον | κόσμο | τους | κόσμους |
| κλητική | κόσμε | κόσμοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόσμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόσμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐σμος
Ουσιαστικό
κόσμος αρσενικό
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- κάτω κόσμος
- Νέος Κόσμος
- πάνω κόσμος
- Παλαιός Κόσμος
- Τρίτος Κόσμος
Εκφράσεις
(Χρειάζεται να μεταφερθούν στα λήμματά τους)
εκφράσεις για επεξεργασία
- από καταβολής κόσμου, από κτίσεως κόσμου
- βουίζει ο κόσμος
- εγκαταλείπω / απαρνιέμαι) τον κόσμο
- έρχεται ο κόσμος τα πάνω κάτω, έρχεται ο κόσμος ανάποδα
- έφαγα τον κόσμο / τρώω τον κόσμο
- ζω σε άλλον κόσμο
- ζω στον κόσμο μου
- για τα μάτια του κόσμου
- για τίποτα στον κόσμο
- για όλο το χρυσάφι του κόσμου
- και τι στον κόσμο...
- κατά κόσμον
- κόσμος και κοσμάκης
- κόσμος και ντουνιάς
- ο κόσμος της νύχτας
- με τίποτα στον κόσμο
- πάρε κόσμε περάστε κόσμε!
- ο μάταιος τούτος κόσμος
- πάρε κόσμε! περάστε κόσμε!
- πολίτης του κόσμου
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι
- στον άλλο κόσμο
- η συντέλεια του κόσμου
- τι θα πει ο κόσμος;
- τι μικρός, που είναι ο κόσμος
- τι σου είναι ο κόσμος!
- του κόσμου τα καλά
- του κόσμου τα λεφτά
- του κόσμου τα ψέματα
- του κόσμου οι ανοησίες
- φέρνω στον κόσμο
- χαλάει ο κόσμος
Παροιμίες
- εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται
- ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
κοσμο-
κοσμο-
- κοσμο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κοσμο- στο Βικιλεξικό
όπως κοσμογονία, κοσμόπολη, κοσμαγάπητος - -κοσμος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κοσμος στο Βικιλεξικό
όπως απόκοσμος, φοιτητόκοσμος
επίσης, με -κόσμος: αντικόσμος
και
Δε σχετίζεται το κάκοσμος (με κακιά οσμή)
- λήγουν σε -κόσμος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
το σύμπαν
η Γη
Πηγές
- κόσμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κόσμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κόσμος | οἱ | κόσμοι |
| γενική | τοῦ | κόσμου | τῶν | κόσμων |
| δοτική | τῷ | κόσμῳ | τοῖς | κόσμοις |
| αιτιατική | τὸν | κόσμον | τοὺς | κόσμους |
| κλητική ὦ! | κόσμε | κόσμοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόσμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κόσμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόσμος < → λείπει η ετυμολογία πρωτοϊνδοευρωπαϊκές ρίζες, και συζήτηση εκδοχών
Ουσιαστικό
κόσμος αρσενικό
- η τάξη (η κατάσταση κατά την οποία κάθε τι είναι τακτοποιημένο στη θέση του)
- η καλή συμπεριφορά
- η σωστή διακυβέρνηση
- το στολίδι, η διακόσμηση
- (πληθυντικός) τα στολίδια
- τα κοσμητικά στοιχεία του λόγου, πχ τα κοσμητικά επίθετα
- (μεταφορικά) η τιμή, κάτι το τιμητικό
- ↪ γυναιξί κόσμον ἡ σιγὴ φέρει
- "άρχοντας", τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στην Κρήτη
- ο κόσμος, το σύμπαν
- ο κόσμος, οι άνθρωποι ως σύνολο
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
κοσμο-
κοσμο-
- κοσμο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κοσμο- στο Βικιλεξικό όπως κοσμοπληθής, κοσμόπολις, κοσμαγός
και
και άλλα παράγωγα και σύνθετα με κοσμ-
- ἀδιακόσμητος
- ἀκατακόσμητος
- ἀκοσμέω
- ἀκοσμήεις
- ἀκόσμητος
- ἀκοσμία
- ἀκόσμιος
- ἄκοσμος
- ἀμειψικοσμίη
- ἀνακοσμέω
- ἀντιδιακοσμέω
- ἀντικοσμέω
- ἀντικοσμήτης
- ἀποκοσμέω
- βοτρυόκοσμος
- γυναικόκοσμοι
- διακοσμέω
- διακόσμησις
- διακοσμητικός
- διάκοσμος
- ἐγκοσμέω
- ἐγκόσμιος
- ἐγκοσμογενεῖς
- ἐκκοσμέω
- ἐκκόσμησις
- ἐνδιακοσμέω
- ἐπικοσμέω
- ἐπικόσμημα
- ἐπικόσμησις
- εὐδιακόσμητος
- εὐκοσμέω
- εὐκόσμητος
- εὐκοσμία
- εὐκοσμίως
- εὔκοσμος
- εὐκόσμως
- ἡμικόσμιον
- ἱπποκόσμια
- κακοσμία
- κάκοσμος
- κατακοσμέω
- κατακόσμησις
- κατακοσμητέος
- κατάκοσμος
- κεκοσμημένως
- κλινοκοσμέω
- κλινόκοσμοι
- κοροκόσμιον
- κοσμαγός
- κοσμαῖα
- κοσμᾶν
- κοσμαρίδιον
- κοσμάριον
- κοσμέω / κοσμῶ & σύνθετα
- κόσμημα
- κόσμησις
- κοσμητεία
- κοσμητέον
- κοσμητεύω
- κοσμητήριον
- κοσμητής / κοσμητήρ
- κοσμήτειρα, κοσμήτρια
- κοσμητικός
- κοσμητός
- κόσμητρον
- κοσμήτωρ
- κοσμιαῖος
- κοσμίδιον
- κοσμίζω
- κοσμικός
- κόσμιος
- κοσμιότης
- κοσμωτός
- μετακοσμέω
- μετακόσμησις
- μετακόσμιος
- νεκροκόσμος
- παγκόσμιος
- πάγκοσμος
- παράκοσμος
- πεντέκοσμος
- περικοσμέω
- περικόσμιος
- περίκοσμος
- πολύκοσμος
- προκόσμημα
- προκοσμητεύω
- προκόσμιον
- προκόσμιος
- προσεπικοσμέω
- προσκοσμέω
- προσκόσμημα
- προσκόσμησις
- πρωτοκοσμέω
- πρωτόκοσμος
- Σιληνόκοσμος
- συγκατακοσμέω
- συγκατακόσμησις
- συγκοσμέω
- συγκόσμησις
- σύγκοσμος
- συμμετακοσμέομαι
- συμμετακοσμέω
- συνδιακοσμέω
- συνεπικοσμέω
- συνευκοσμέω
- τριχοκοσμητής
- ὑπερκόσμιος
- ὑποκοσμήτης
- χρυσοκοσμήτης
- φερέκοσμος
- φιλοκοσμία
- φιλοκόσμιος
- φιλόκοσμος
Πηγές
- κόσμος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- κόσμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόσμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.