εγκόσμιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκόσμιος η εγκόσμιος
& εγκόσμια
το εγκόσμιο
      γενική του εγκόσμιου της εγκόσμιου
& εγκόσμιας
του εγκόσμιου
    αιτιατική τον εγκόσμιο την εγκόσμιο
& εγκόσμια
το εγκόσμιο
     κλητική εγκόσμιε εγκόσμιε
& εγκόσμια
εγκόσμιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκόσμιοι οι εγκόσμιοι
& εγκόσμιες
τα εγκόσμια
      γενική των εγκόσμιων των εγκόσμιων των εγκόσμιων
    αιτιατική τους εγκόσμιους τις εγκόσμιους
& εγκόσμιες
τα εγκόσμια
     κλητική εγκόσμιοι εγκόσμιοι
& εγκόσμιες
εγκόσμια
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εγκόσμιος < (ελληνιστική κοινή) ἐγκόσμιος < ἐν + κόσμος

Επίθετο

εγκόσμιος, -ος/-α, -ο

  • που υπάρχει ή αναφέρεται ή ανήκει στον υλικό κόσμο της καθημερινής ζωής και όχι σε κάποιον άλλο πνευματικό ή υπερβατικό κόσμο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.