ντουνιάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ντουνιάς | οι | ντουνιάδες |
| γενική | του | ντουνιά | των | ντουνιάδων |
| αιτιατική | τον | ντουνιά | τους | ντουνιάδες |
| κλητική | ντουνιά | ντουνιάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντουνιάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دنیا (τουρκική dünya) + -ς < αραβική دُنْيَا (dunyā)
Εκφράσεις
- κόσμος και ντουνιάς
Μεταφράσεις
ντουνιάς
|
→ δείτε τη λέξη κόσμος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.