διάκοσμος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διάκοσμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διάκοσμος αρσενικό

  • το σύνολο των στοιχείων που διακοσμούν κάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.