κοσμικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοσμικότητα | οι | κοσμικότητες |
| γενική | της | κοσμικότητας | των | κοσμικοτήτων |
| αιτιατική | την | κοσμικότητα | τις | κοσμικότητες |
| κλητική | κοσμικότητα | κοσμικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοσμικότητα < η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή και σε συχνές διασκεδάσεις.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.