διακοσμητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακοσμητικός η διακοσμητική το διακοσμητικό
      γενική του διακοσμητικού της διακοσμητικής του διακοσμητικού
    αιτιατική τον διακοσμητικό τη διακοσμητική το διακοσμητικό
     κλητική διακοσμητικέ διακοσμητική διακοσμητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακοσμητικοί οι διακοσμητικές τα διακοσμητικά
      γενική των διακοσμητικών των διακοσμητικών των διακοσμητικών
    αιτιατική τους διακοσμητικούς τις διακοσμητικές τα διακοσμητικά
     κλητική διακοσμητικοί διακοσμητικές διακοσμητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διακοσμητικός < διακοσμώ + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décoratif / ornemental)

Επίθετο

διακοσμητικός, -ή, -ό

  1. που διακοσμεί, που έχει σχέση με τη διακόσμηση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
  2. (μεταφορικά) που δεν παίζει σημαντικό ρόλο, που έχει δευτερεύουσα σημασία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.