κοσμέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

κοσμέω

  1. τακτοποιώ, βάζω σε μια τάξη
  2. ετοιμάζω
  3. διοικώ, κυβερνώ
  4. στολίζω
  5. τιμώ
  6. θάβω
  7. (παθητικό) ανήκω στην αρμοδιότητα κάποιου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

  • διακοσμέω
  • κατακοσμέω
  • συγκοσμέω
  • συνδιακοσμέω
  • συνεπικοσμέω

Αναφορές

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.