απαρνιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απαρνιέμαι < αρχαία ελληνική ἀπαρνοῦμαι
Ρήμα
απαρνιέμαι (αποθετικό ρήμα)
- απαρνιούμαι
- απαρνιώμαι
- απαρνούμαι
Συγγενικά
- απαρνημένος
- απάρνηση
- απαρνησιά
- απαρνητής
- απαρνητικός
- απαρνήτρα
- απαρνούμενος
- αυταπαρνημένος
- αυταπάρνηση
- → δείτε τη λέξη αρνιέμαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απαρνιέμαι | απαρνιόμουν(α) | θα απαρνιέμαι | να απαρνιέμαι | ||
| β' ενικ. | απαρνιέσαι | απαρνιόσουν(α) | θα απαρνιέσαι | να απαρνιέσαι | ||
| γ' ενικ. | απαρνιέται | απαρνιόταν(ε) | θα απαρνιέται | να απαρνιέται | ||
| α' πληθ. | απαρνιόμαστε | απαρνιόμαστε απαρνιόμασταν |
θα απαρνιόμαστε | να απαρνιόμαστε | ||
| β' πληθ. | απαρνιέστε | απαρνιόσαστε απαρνιόσασταν |
θα απαρνιέστε | να απαρνιέστε | απαρνιέστε | |
| γ' πληθ. | απαρνιούνται | απαρνιόνταν(ε) απαρνιούνταν απαρνιόντουσαν |
θα απαρνιούνται | να απαρνιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απαρνήθηκα | θα απαρνηθώ | να απαρνηθώ | απαρνηθεί | ||
| β' ενικ. | απαρνήθηκες | θα απαρνηθείς | να απαρνηθείς | απαρνήσου | ||
| γ' ενικ. | απαρνήθηκε | θα απαρνηθεί | να απαρνηθεί | |||
| α' πληθ. | απαρνηθήκαμε | θα απαρνηθούμε | να απαρνηθούμε | |||
| β' πληθ. | απαρνηθήκατε | θα απαρνηθείτε | να απαρνηθείτε | απαρνηθείτε | ||
| γ' πληθ. | απαρνήθηκαν απαρνηθήκαν(ε) |
θα απαρνηθούν(ε) | να απαρνηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω απαρνηθεί | είχα απαρνηθεί | θα έχω απαρνηθεί | να έχω απαρνηθεί | απαρνημένος | |
| β' ενικ. | έχεις απαρνηθεί | είχες απαρνηθεί | θα έχεις απαρνηθεί | να έχεις απαρνηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει απαρνηθεί | είχε απαρνηθεί | θα έχει απαρνηθεί | να έχει απαρνηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε απαρνηθεί | είχαμε απαρνηθεί | θα έχουμε απαρνηθεί | να έχουμε απαρνηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε απαρνηθεί | είχατε απαρνηθεί | θα έχετε απαρνηθεί | να έχετε απαρνηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν απαρνηθεί | είχαν απαρνηθεί | θα έχουν απαρνηθεί | να έχουν απαρνηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.