Παλαιός Κόσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Παλαιός Κόσμος | οι | Παλαιοί Κόσμοι |
| γενική | του | Παλαιού Κόσμου | των | Παλαιών Κόσμων |
| αιτιατική | τον | Παλαιό Κόσμο | τους | Παλαιούς Κόσμους |
| κλητική | Παλαιέ Κόσμε | Παλαιοί Κόσμοι | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.leˈos ˈkoz.mos/
Κύριο όνομα

Παρουσίαση του Παλαιού Κόσμου με γκρι χρώμα, σε αντίθεση με τον Νέο Κόσμο που παρουσιάζεται με πράσινο
Παλαιός Κόσμος αρσενικό
- (ιστορία) προσδιορισμός που περιγράφει την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Ο γνωστός κόσμος πριν την ανακάλυψη της Αμερικής.
- ※ Ὁ Παλαιὸς Κόσμος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ζῶμεν, καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου ἀρχηνᾷ ἡ παγκόσμιος ἡμῶν ἱστορία, εἶναι ὁ μέγιστος ὄγκος τῶν συνεχομένων ἐπὶ τῆς Γῆς Ἠπείρων. (Αδάμ Χριστιανός Γασπάρι (μτφ. Κυριάκος Καπετανάκης), Σχολαστική Γεωγραφία, (Λεοπόλδος Γρουνδ: Βιέννη, 1808), σελ. 66)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Παλαιός Κόσμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.