κοσμητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοσμητικός | η | κοσμητική | το | κοσμητικό |
| γενική | του | κοσμητικού | της | κοσμητικής | του | κοσμητικού |
| αιτιατική | τον | κοσμητικό | την | κοσμητική | το | κοσμητικό |
| κλητική | κοσμητικέ | κοσμητική | κοσμητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοσμητικοί | οι | κοσμητικές | τα | κοσμητικά |
| γενική | των | κοσμητικών | των | κοσμητικών | των | κοσμητικών |
| αιτιατική | τους | κοσμητικούς | τις | κοσμητικές | τα | κοσμητικά |
| κλητική | κοσμητικοί | κοσμητικές | κοσμητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοσμητικός < αρχαία ελληνική κοσμητικός < κοσμέω < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική ornans
- σύγκρινε: κοσμητής
Μεταφράσεις
κοσμητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.