κοσμάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοσμάρα | οι | κοσμάρες |
| γενική | της | κοσμάρας | — | |
| αιτιατική | την | κοσμάρα | τις | κοσμάρες |
| κλητική | κοσμάρα | κοσμάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοσμάρα < κόσμος + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό
κοσμάρα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόσμος
Μεταφράσεις
κοσμάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.