κοσμάκης

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο κοσμάκης
      γενική του κοσμάκη
    αιτιατική τον κοσμάκη
     κλητική κοσμάκη
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοσμάκης < κόσμ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκης

Ουσιαστικό

κοσμάκης αρσενικό, μόνο στον ενικό

  • ο απλός ή ο απλοϊκός ή ο φτωχός λαός

Εκφράσεις

  • κόσμος και κοσμάκης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.