πλανήτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλανήτης | οι | πλανήτες |
| γενική | του | πλανήτη | των | πλανητών |
| αιτιατική | τον | πλανήτη | τους | πλανήτες |
| κλητική | πλανήτη | πλανήτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλανήτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλανήτης < πλάνης ἀστήρ, δηλαδή άστρο που περιπλανάται[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /plaˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐νή‐της
Ουσιαστικό
πλανήτης αρσενικό
- (αστρονομία) ουράνιο σώμα που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο, με αρκετή μάζα και βαρύτητα ώστε να έχει αποκτήσει σφαιρικό σχήμα, που κυριαρχεί στην τροχιακή ζώνη στην οποία κινείται
- ※ Σὺ τότε ζωογόνος πηγὴ φωτὸς καὶ κάλλους, / Ἥλιος εἶσαι φέρων πλανήτας κινουμένους, / Καὶ πᾶς σου δὲ πλανήτης ὑποπλανήτας ἄλλους, / Ὡς πρὸς μητέρα ὄρνεις μικροὺς συσσωρευμένους. (Ιωάννης Καρασούτσας, Εις εν άστρον, από την ποιητική συλλογή Η Βάρβιτος, 1860)
- ο περιπλανώμενος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πλανήτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πλανήτης | οἱ | πλανῆται |
| γενική | τοῦ | πλανήτου | τῶν | πλανητῶν |
| δοτική | τῷ | πλανήτῃ | τοῖς | πλανήταις |
| αιτιατική | τὸν | πλανήτην | τοὺς | πλανήτᾱς |
| κλητική ὦ! | πλανῆτᾰ | πλανῆται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλανήτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πλανήταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πλανήτης αρσενικό
- ο περιπλανώμενος
- (αστρονομία) ο πλανήτης
- (ελληνιστική σημασία , ιατρική) πυρετός που λαμβάνει χώρα ανά άτακτα διαστήματα
- δωρικός τύπος : πλανάτας
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- πλανήτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- πλανήτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλανήτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.