μοναχισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μοναχισμός | οι | μοναχισμοί |
| γενική | του | μοναχισμού | των | μοναχισμών |
| αιτιατική | τον | μοναχισμό | τους | μοναχισμούς |
| κλητική | μοναχισμέ | μοναχισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μοναχισμός < μεσαιωνική ελληνική μοναχισμός[1] < ελληνιστική κοινή μοναχός < αρχαία ελληνική μόνος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική monachisme[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική monachism[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.na.xiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐να‐χι‐σμός
Ουσιαστικό
μοναχισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
μοναχισμός
- μοναχισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.