κοσμήτρια

Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «κοσμήτρια».
Αναθεώρηση : αρχαία ή νέα;.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοσμήτρια οι κοσμήτριες
      γενική της κοσμήτριας των κοσμητριών
    αιτιατική την κοσμήτρια τις κοσμήτριες
     κλητική κοσμήτρια κοσμήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοσμήτρια < κοσμητής + -τρια

Ουσιαστικό

κοσμήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.