κοσμήτρια
Αναθεώρηση : αρχαία ή νέα;. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοσμήτρια | οι | κοσμήτριες |
| γενική | της | κοσμήτριας | των | κοσμητριών |
| αιτιατική | την | κοσμήτρια | τις | κοσμήτριες |
| κλητική | κοσμήτρια | κοσμήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κοσμήτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.