εγκόσμια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | εγκόσμια | ||
| γενική | των | εγκοσμίων | ||
| αιτιατική | τα | εγκόσμια | ||
| κλητική | εγκόσμια | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκόσμια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εγκόσμιος
Ουσιαστικό
εγκόσμια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
εγκόσμια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.