εγκόσμια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εγκόσμια
      γενική των εγκοσμίων
    αιτιατική τα εγκόσμια
     κλητική εγκόσμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκόσμια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εγκόσμιος

Ουσιαστικό

εγκόσμια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο που ζούμε, όσα αφορούν την εγκόσμια ζωή
    αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να γίνει καλόγερος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.