παγκόσμιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παγκόσμιος | η | παγκόσμια | το | παγκόσμιο |
| γενική | του | παγκόσμιου & παγκοσμίου |
της | παγκόσμιας | του | παγκόσμιου & παγκοσμίου |
| αιτιατική | τον | παγκόσμιο | την | παγκόσμια | το | παγκόσμιο |
| κλητική | παγκόσμιε | παγκόσμια | παγκόσμιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παγκόσμιοι | οι | παγκόσμιες | τα | παγκόσμια |
| γενική | των | παγκόσμιων & παγκοσμίων |
των | παγκόσμιων & παγκοσμίων |
των | παγκόσμιων & παγκοσμίων |
| αιτιατική | τους | παγκόσμιους & παγκοσμίους |
τις | παγκόσμιες | τα | παγκόσμια |
| κλητική | παγκόσμιοι | παγκόσμιες | παγκόσμια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Το αρχαίο θηλυκό του παγκόσμιος, ήταν ομοιοκατάληκτο με το αρσενικό: «ἡ παγκόσμιος» | ||||||
| Κατηγορία όπως «παγκόσμιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παγκόσμιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παγκόσμιος < πᾶς + κόσμος. Συγχρονικά αναλύεται σε (παν-) παγ- + κόσμ(ος) + -ιος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /paŋˈɡo.zmi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐γκό‐σμι‐ος
- παλιότερος συλλαβισμός : παγ‐κό‐σμι‐ος
Επίθετο
παγκόσμιος, -α, -ο
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- Παγκόσμιος Πόλεμος
- παγκόσμιο ρεκόρ
- παγκοσμίου φήμης (θηλυκό, όπως στο αρχαίο «ἡ παγκόσμιος»)
Συγγενικά
- παγκόσμια
- παγκοσμίως
- παγκοσμιότητα
- παγκοσμιοποίηση
- → και δείτε τις λέξεις πας και κόσμος
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
παγκόσμιος αρσενικό
- ο Παγκόσμιος Πόλεμος
- ↪ η Τουρκία κράτησε ουδετερότητα στο δεύτερο Παγκόσμιο (εννοείται η λέξη Πόλεμος)
Αναφορές
- παγκόσμιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | παγκόσμιος | τὸ | παγκόσμιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | παγκοσμίου | τοῦ | παγκοσμίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | παγκοσμίῳ | τῷ | παγκοσμίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | παγκόσμιον | τὸ | παγκόσμιον | ||
| κλητική ὦ! | παγκόσμιε | παγκόσμιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | παγκόσμιοι | τὰ | παγκόσμιᾰ | ||
| γενική | τῶν | παγκοσμίων | τῶν | παγκοσμίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | παγκοσμίοις | τοῖς | παγκοσμίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | παγκοσμίους | τὰ | παγκόσμιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | παγκόσμιοι | παγκόσμιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παγκοσμίω | τὼ | παγκοσμίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παγκοσμίοιν | τοῖν | παγκοσμίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παγκόσμιος < παγ- (παν-) (< πᾶς) + κόσμ(ος) + -ιος
Συγγενικά
- πάγκοσμος
- → και δείτε τη λέξη κόσμος
Πηγές
- παγκόσμιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.