κοσμαγάπητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοσμαγάπητος | η | κοσμαγάπητη | το | κοσμαγάπητο |
| γενική | του | κοσμαγάπητου | της | κοσμαγάπητης | του | κοσμαγάπητου |
| αιτιατική | τον | κοσμαγάπητο | την | κοσμαγάπητη | το | κοσμαγάπητο |
| κλητική | κοσμαγάπητε | κοσμαγάπητη | κοσμαγάπητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοσμαγάπητοι | οι | κοσμαγάπητες | τα | κοσμαγάπητα |
| γενική | των | κοσμαγάπητων | των | κοσμαγάπητων | των | κοσμαγάπητων |
| αιτιατική | τους | κοσμαγάπητους | τις | κοσμαγάπητες | τα | κοσμαγάπητα |
| κλητική | κοσμαγάπητοι | κοσμαγάπητες | κοσμαγάπητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοσμαγάπητος < κοσμ(ο)- + αγαπητός
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κοσμαγάπητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.