κοσμητής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κοσμητής < κοσμέω + -τής

Ουσιαστικό

κοσμητής

  1. αυτός που στολίζει
  2. τίτλος αρχόντων
    1. αυτός που είχε υπό την ευθύνη του τους νέους στα γυμνάσια
    2. κοσμητής πόλεως: ο νομοθέτης

Συγγενικά

  • κοσμητεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.