διακοσμώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διακοσμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακοσμῶ, συνηρημένος τύπος του διακοσμέω (βάζω σε τάξη) < δια- + κοσμέω / κοσμῶ < κόσμος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.koˈzmo/ & /ðʝa.koˈzmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κο‐σμώ
- τονικό παρώνυμο: διάκοσμο
Ρήμα
διακοσμώ, αόρ.: διακόσμησα, παθ.φωνή: διακοσμούμαι, π.αόρ.: διακοσμήθηκα, μτχ.π.π.: διακοσμημένος
- στολίζω κάτι (χώρο, αντικείμενο) με διάφορα στολίδια ή σχέδια
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διακοσμώ | διακοσμούσα | θα διακοσμώ | να διακοσμώ | διακοσμώντας | |
| β' ενικ. | διακοσμείς | διακοσμούσες | θα διακοσμείς | να διακοσμείς | (διακόσμει) | |
| γ' ενικ. | διακοσμεί | διακοσμούσε | θα διακοσμεί | να διακοσμεί | ||
| α' πληθ. | διακοσμούμε | διακοσμούσαμε | θα διακοσμούμε | να διακοσμούμε | ||
| β' πληθ. | διακοσμείτε | διακοσμούσατε | θα διακοσμείτε | να διακοσμείτε | διακοσμείτε | |
| γ' πληθ. | διακοσμούν(ε) | διακοσμούσαν(ε) | θα διακοσμούν(ε) | να διακοσμούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διακόσμησα | θα διακοσμήσω | να διακοσμήσω | διακοσμήσει | ||
| β' ενικ. | διακόσμησες | θα διακοσμήσεις | να διακοσμήσεις | διακόσμησε | ||
| γ' ενικ. | διακόσμησε | θα διακοσμήσει | να διακοσμήσει | |||
| α' πληθ. | διακοσμήσαμε | θα διακοσμήσουμε | να διακοσμήσουμε | |||
| β' πληθ. | διακοσμήσατε | θα διακοσμήσετε | να διακοσμήσετε | διακοσμήστε | ||
| γ' πληθ. | διακόσμησαν διακοσμήσαν(ε) |
θα διακοσμήσουν(ε) | να διακοσμήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διακοσμήσει | είχα διακοσμήσει | θα έχω διακοσμήσει | να έχω διακοσμήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διακοσμήσει | είχες διακοσμήσει | θα έχεις διακοσμήσει | να έχεις διακοσμήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διακοσμήσει | είχε διακοσμήσει | θα έχει διακοσμήσει | να έχει διακοσμήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διακοσμήσει | είχαμε διακοσμήσει | θα έχουμε διακοσμήσει | να έχουμε διακοσμήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διακοσμήσει | είχατε διακοσμήσει | θα έχετε διακοσμήσει | να έχετε διακοσμήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διακοσμήσει | είχαν διακοσμήσει | θα έχουν διακοσμήσει | να έχουν διακοσμήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διακοσμούμαι | διακοσμούμουν | θα διακοσμούμαι | να διακοσμούμαι | ||
| β' ενικ. | διακοσμείσαι | διακοσμούσουν | θα διακοσμείσαι | να διακοσμείσαι | ||
| γ' ενικ. | διακοσμείται | διακοσμούνταν | θα διακοσμείται | να διακοσμείται | ||
| α' πληθ. | διακοσμούμαστε | διακοσμούμασταν διακοσμούμαστε |
θα διακοσμούμαστε | να διακοσμούμαστε | ||
| β' πληθ. | διακοσμείστε | διακοσμούσασταν διακοσμούσαστε |
θα διακοσμείστε | να διακοσμείστε | διακοσμείστε | |
| γ' πληθ. | διακοσμούνται | διακοσμούνταν | θα διακοσμούνται | να διακοσμούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διακοσμήθηκα | θα διακοσμηθώ | να διακοσμηθώ | διακοσμηθεί | ||
| β' ενικ. | διακοσμήθηκες | θα διακοσμηθείς | να διακοσμηθείς | διακοσμήσου | ||
| γ' ενικ. | διακοσμήθηκε | θα διακοσμηθεί | να διακοσμηθεί | |||
| α' πληθ. | διακοσμηθήκαμε | θα διακοσμηθούμε | να διακοσμηθούμε | |||
| β' πληθ. | διακοσμηθήκατε | θα διακοσμηθείτε | να διακοσμηθείτε | διακοσμηθείτε | ||
| γ' πληθ. | διακοσμήθηκαν διακοσμηθήκαν(ε) |
θα διακοσμηθούν(ε) | να διακοσμηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διακοσμηθεί | είχα διακοσμηθεί | θα έχω διακοσμηθεί | να έχω διακοσμηθεί | διακοσμημένος | |
| β' ενικ. | έχεις διακοσμηθεί | είχες διακοσμηθεί | θα έχεις διακοσμηθεί | να έχεις διακοσμηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διακοσμηθεί | είχε διακοσμηθεί | θα έχει διακοσμηθεί | να έχει διακοσμηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διακοσμηθεί | είχαμε διακοσμηθεί | θα έχουμε διακοσμηθεί | να έχουμε διακοσμηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διακοσμηθεί | είχατε διακοσμηθεί | θα έχετε διακοσμηθεί | να έχετε διακοσμηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διακοσμηθεί | είχαν διακοσμηθεί | θα έχουν διακοσμηθεί | να έχουν διακοσμηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διακοσμημένος - είμαστε, είστε, είναι διακοσμημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διακοσμημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διακοσμημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διακοσμημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διακοσμημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διακοσμημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διακοσμημένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- διακοσμώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.