διακόσμησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διακόσμησῐς | αἱ | διακοσμήσεις |
| γενική | τῆς | διακοσμήσεως | τῶν | διακοσμήσεων |
| δοτική | τῇ | διακοσμήσει | ταῖς | διακοσμήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | διακόσμησῐν | τὰς | διακοσμήσεις |
| κλητική ὦ! | διακόσμησῐ | διακοσμήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διακοσμήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διακοσμησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- και στην καθαρεύουσα διακόσμησις: η διακόσμηση
Πηγές
- διακόσμησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διακόσμησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.