άκοσμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκοσμος η άκοσμη το άκοσμο
      γενική του άκοσμου της άκοσμης του άκοσμου
    αιτιατική τον άκοσμο την άκοσμη το άκοσμο
     κλητική άκοσμε άκοσμη άκοσμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκοσμοι οι άκοσμες τα άκοσμα
      γενική των άκοσμων των άκοσμων των άκοσμων
    αιτιατική τους άκοσμους τις άκοσμες τα άκοσμα
     κλητική άκοσμοι άκοσμες άκοσμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άκοσμος < αρχαία ελληνική ἄκοσμος < ἀ- + κόσμος

Επίθετο

άκοσμος, -η, -ο

  1. που δεν έχει τάξη ή δεν είναι σε τάξη
     συνώνυμα: ακατάστατος, άτακτος
  2. που δεν είναι κόσμιος
     συνώνυμα: ανάρμοστος, απρεπής
     αντώνυμα: κόσμιος, ευπρεπής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.