κοσμιότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κοσμιότης | αἱ | κοσμιότητες |
| γενική | τῆς | κοσμιότητος | τῶν | κοσμιοτήτων |
| δοτική | τῇ | κοσμιότητῐ | ταῖς | κοσμιότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κοσμιότητᾰ | τὰς | κοσμιότητᾰς |
| κλητική ὦ! | κοσμιότης | κοσμιότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοσμιότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κοσμιοτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- κοσμιότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοσμιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.