κοσμιότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοσμιότης αἱ κοσμιότητες
      γενική τῆς κοσμιότητος τῶν κοσμιοτήτων
      δοτική τῇ κοσμιότητ ταῖς κοσμιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν κοσμιότητ τὰς κοσμιότητᾰς
     κλητική ! κοσμιότης κοσμιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοσμιότητε
γεν-δοτ τοῖν  κοσμιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοσμιότης < κόσμιο(ς) + -της

Ουσιαστικό

κοσμιότης, -τητος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.