λαϊκότροπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαϊκότροπος | η | λαϊκότροπη | το | λαϊκότροπο |
| γενική | του | λαϊκότροπου | της | λαϊκότροπης | του | λαϊκότροπου |
| αιτιατική | τον | λαϊκότροπο | τη | λαϊκότροπη | το | λαϊκότροπο |
| κλητική | λαϊκότροπε | λαϊκότροπη | λαϊκότροπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαϊκότροποι | οι | λαϊκότροπες | τα | λαϊκότροπα |
| γενική | των | λαϊκότροπων | των | λαϊκότροπων | των | λαϊκότροπων |
| αιτιατική | τους | λαϊκότροπους | τις | λαϊκότροπες | τα | λαϊκότροπα |
| κλητική | λαϊκότροποι | λαϊκότροπες | λαϊκότροπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.iˈko.tɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ϊ‐κό‐τρο‐πος
Επίθετο
λαϊκότροπος, -η, -ο
Πηγές
- λαϊκότροπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.