καλεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλεσμένος | η | καλεσμένη | το | καλεσμένο |
| γενική | του | καλεσμένου | της | καλεσμένης | του | καλεσμένου |
| αιτιατική | τον | καλεσμένο | την | καλεσμένη | το | καλεσμένο |
| κλητική | καλεσμένε | καλεσμένη | καλεσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλεσμένοι | οι | καλεσμένες | τα | καλεσμένα |
| γενική | των | καλεσμένων | των | καλεσμένων | των | καλεσμένων |
| αιτιατική | τους | καλεσμένους | τις | καλεσμένες | τα | καλεσμένα |
| κλητική | καλεσμένοι | καλεσμένες | καλεσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλεσμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλώ
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Ουσιαστικό
καλεσμένος αρσενικό
- επισκέπτης σε σπίτι ή παρευρισκόμενος σε εκπομπή που έχει έρθει μετά από προσωπική ή ανοιχτή πρόσκληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.