people

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
people peoples

people (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) οι άνθρωποι, ο κόσμος
    Some people believe that…
    Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι…
    How many people came?
    Πόσοι άνθρωποι ήρθαν;
    I hear people next door.
    Ακούω κόσμο πλάι.
  2. (μόνο πληθυντικός) ο κόσμος, όλοι γενικά
    What will the people say?
    Τι θα πει ο κόσμος;
    All people know that.
    Όλος ο κόσμος το ξέρει.
    Don’t attach importance to what people say.
    Μη δίνεις σημασία τι λέει ο κόσμος.
  3. (μετρήσιμο) ο λαός, όλοι οι άνθρωποι που ζουν σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή ανήκουν σε μια συγκεκριμένη χώρα, εθνική ομάδα κτλ.
    the peoples of Asia - οι λαοί της Ασίας
  4. (μόνο πληθυντικός, the people) ο λαός, οι απλοί πολίτες μιας χώρας και όχι αυτοί που κυβερνούν ή έχουν ειδική θέση στην κοινωνία
    We must not neglect the common people.
    Δεν πρέπει να παραμελήσουμε τον απλό λαό.
  5. (μόνο πληθυντικός, ανεπίσημο) ο κόσμος, καλεσμένοι ή φίλοι
    We will be having people over tonight.
    Θα έχουμε κόσμο απόψε.

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

people (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.