απόκοσμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόκοσμος η απόκοσμη το απόκοσμο
      γενική του απόκοσμου της απόκοσμης του απόκοσμου
    αιτιατική τον απόκοσμο την απόκοσμη το απόκοσμο
     κλητική απόκοσμε απόκοσμη απόκοσμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόκοσμοι οι απόκοσμες τα απόκοσμα
      γενική των απόκοσμων των απόκοσμων των απόκοσμων
    αιτιατική τους απόκοσμους τις απόκοσμες τα απόκοσμα
     κλητική απόκοσμοι απόκοσμες απόκοσμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απόκοσμος < Πρότυπο:Που είναι από αυτόν τον κόσμο

Επίθετο

απόκοσμος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.