κοσμητός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κοσμητός κοσμητή τὸ κοσμητόν
      γενική τοῦ κοσμητοῦ τῆς κοσμητῆς τοῦ κοσμητοῦ
      δοτική τῷ κοσμητ τῇ κοσμητ τῷ κοσμητ
    αιτιατική τὸν κοσμητόν τὴν κοσμητήν τὸ κοσμητόν
     κλητική ! κοσμητέ κοσμητή κοσμητόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κοσμητοί αἱ κοσμηταί τὰ κοσμητᾰ́
      γενική τῶν κοσμητῶν τῶν κοσμητῶν τῶν κοσμητῶν
      δοτική τοῖς κοσμητοῖς ταῖς κοσμηταῖς τοῖς κοσμητοῖς
    αιτιατική τοὺς κοσμητούς τὰς κοσμητᾱ́ς τὰ κοσμητᾰ́
     κλητική ! κοσμητοί κοσμηταί κοσμητᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κοσμητώ τὼ κοσμητᾱ́ τὼ κοσμητώ
      γεν-δοτ τοῖν κοσμητοῖν τοῖν κοσμηταῖν τοῖν κοσμητοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοσμητός < κοσμέω / κοσμῶ + -τός

Επίθετο

κοσμητός, -ή, -ό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.