ἀκοσμέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀκοσμέω < ἄκοσμος
Ρήμα
ἀκοσμέω-ἀκοσμῶ
- φέρομαι χωρίς πειθαρχία, δίχως τάξη, παρεκτρέπομαι, παρανομώ
- ὅπως μηδὲν ἀδικῇ μηδείς, τὸν ἀδικοῦντα δὲ κολάζειν...ἐὰν δ᾽ ἐπιχώριος ὤν τις περὶ τὰ τοιαῦτα ἀκοσμῇ, μέχρι μὲν ἑκατὸν δραχμῶν νομίσματος αὐτοὺς εἶναι κυρίους διαδικάζοντας : ώστε να μη δια πράττει κανείς και κανένα αδίκημα, και όποιος αδικεί να τιμωρείται... εάν δε είναι πολίτης αυτός που παρεκτρέπεται/παρανομεί με αυτό τον τρόπο, να του επιβλάλλεται πρόστιμο εκατό δραχμών (Πλάτων, Νόμοι, 6.764β)
- προσβάλλω, κάνω κάτι αγενές, χυδαίο, συμπεριφέρομαι με απρέπεια
Συγγενικά
- ἀκόσμητος
Πηγές
- ἀκοσμέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.