ἀκοσμέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀκοσμέω < ἄκοσμος

Ρήμα

ἀκοσμέω-ἀκοσμῶ

  1. φέρομαι χωρίς πειθαρχία, δίχως τάξη, παρεκτρέπομαι, παρανομώ
    • ὅπως μηδὲν ἀδικῇ μηδείς, τὸν ἀδικοῦντα δὲ κολάζειν...ἐὰν δ᾽ ἐπιχώριος ὤν τις περὶ τὰ τοιαῦτα ἀκοσμῇ, μέχρι μὲν ἑκατὸν δραχμῶν νομίσματος αὐτοὺς εἶναι κυρίους διαδικάζοντας : ώστε να μη δια πράττει κανείς και κανένα αδίκημα, και όποιος αδικεί να τιμωρείται... εάν δε είναι πολίτης αυτός που παρεκτρέπεται/παρανομεί με αυτό τον τρόπο, να του επιβλάλλεται πρόστιμο εκατό δραχμών (Πλάτων, Νόμοι, 6.764β)
  2. προσβάλλω, κάνω κάτι αγενές, χυδαίο, συμπεριφέρομαι με απρέπεια

Συγγενικά

  • ἀκόσμητος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.