world
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| world | worlds |
Ουσιαστικό
world (en)
- (μόνο ενικός) ο κόσμος, η γη, με όλες τις χώρες, τους λαούς και τα φυσικά της χαρακτηριστικά
- ↪ on the other side of the world/halfway across the world - στην άλλη άκρη του κόσμου
- (μόνο ενικός) ο κόσμος, η κοινωνία μας και τον τρόπο που ζουν και συμπεριφέρονται οι άνθρωποι· οι άνθρωποι στον κόσμο
- ↪ All the world knows it.
- Όλος ο κόσμος το ξέρει.
- ↪ They worked towards building a better world.
- Εργάστηκαν για το χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου.
- ↪ All the world knows it.
- ο κόσμος, ένα πλανήτης
- ↪ There are other worlds.
- Υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι.
- ↪ There are other worlds.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.