world

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
world worlds

Ουσιαστικό

world (en)

  1. (μόνο ενικός) ο κόσμος, η γη, με όλες τις χώρες, τους λαούς και τα φυσικά της χαρακτηριστικά
    on the other side of the world/halfway across the world - στην άλλη άκρη του κόσμου
  2. (μόνο ενικός) ο κόσμος, η κοινωνία μας και τον τρόπο που ζουν και συμπεριφέρονται οι άνθρωποι· οι άνθρωποι στον κόσμο
    All the world knows it.
    Όλος ο κόσμος το ξέρει.
    They worked towards building a better world.
    Εργάστηκαν για το χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου.
  3. ο κόσμος, ένα πλανήτης
    There are other worlds.
    Υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.