κοινωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοινωνία | οι | κοινωνίες |
| γενική | της | κοινωνίας | των | κοινωνιών |
| αιτιατική | την | κοινωνία | τις | κοινωνίες |
| κλητική | κοινωνία | κοινωνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοινωνία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοινωνία < κοινωνός & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική société.[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.noˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νω‐νί‐α
Ουσιαστικό
κοινωνία θηλυκό
Συγγενικά
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
- Θεία Κοινωνία
- Kοινωνία των Eθνών
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κοινωνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κοινωνία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κοινωνῐᾱ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | κοινωνίᾱ | αἱ | κοινωνίαι | |
| γενική | τῆς | κοινωνίᾱς | τῶν | κοινωνιῶν | |
| δοτική | τῇ | κοινωνίᾳ | ταῖς | κοινωνίαις | |
| αιτιατική | τὴν | κοινωνίᾱν | τὰς | κοινωνίᾱς | |
| κλητική ὦ! | κοινωνίᾱ | κοινωνίαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοινωνίᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κοινωνίαιν | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- κοινωνία < κοινων(ός) + -ία < κοινωνέω (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Ουσιαστικό
κοινωνία ,-ας θηλυκό
- επικοινωνία, συναναστροφή, συνομιλία
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1160a
- ἔνιαι δὲ τῶν κοινωνιῶν δι᾽ ἡδονὴν δοκοῦσι γίνεσθαι,
- μερικές μορφές συνύπαρξης και συνάφειας ανθρώπων γεννιούνται, κατά την κοινή αντίληψη, για χάρη της ευχαρίστησης και της απόλαυσης·
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἔνιαι δὲ τῶν κοινωνιῶν δι᾽ ἡδονὴν δοκοῦσι γίνεσθαι,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1160a
- κοινότητα, κοινωνία
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 5, 1130a
- αὶ διὰ τοῦτο εὖ δοκεῖ ἔχειν τὸ τοῦ Βίαντος, ὅτι ἀρχὴ ἄνδρα δείξει· πρὸς ἕτερον γὰρ καὶ ἐν κοινωνίᾳ ἤδη ὁ ἄρχων.
- Αυτός είναι ο λόγος που όλοι οι άνθρωποι θεωρούν σωστή τη ρήση του Βίαντα, ότι «το αξίωμα θα δείξει τον άνθρωπο»· γιατί ο άρχοντας έχει, βέβαια, να κάνει με τους άλλους και είναι μέλος μιας κοινωνίας.
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- αὶ διὰ τοῦτο εὖ δοκεῖ ἔχειν τὸ τοῦ Βίαντος, ὅτι ἀρχὴ ἄνδρα δείξει· πρὸς ἕτερον γὰρ καὶ ἐν κοινωνίᾳ ἤδη ὁ ἄρχων.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 5, 1130a
- συμμετοχή
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς, 23.3
- ὁ δὲ τὴν μὲν δέησιν ἀπετρίψατο τοῦ Παυσανίου καὶ τὴν κοινωνίαν ὅλως ἀπείπατο,
- Αυτός όμως δε δέχτηκε την πρόταση του Παυσανία και αρνήθηκε ολότελα τη συμμετοχή του,
- Μετάφραση (1965): Μιχ. Χ Οικονόμου. Αθήνα: ΟΕΔΒ & σε αγκύλες, χωρία που παραλήφθηκαν@greek‑language.gr
- ὁ δὲ τὴν μὲν δέησιν ἀπετρίψατο τοῦ Παυσανίου καὶ τὴν κοινωνίαν ὅλως ἀπείπατο,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς, 23.3
- επικοινωνία με, κοινωνία με, σχέση με
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 402e
- σωφροσύνῃ καὶ ἡδονῇ ὑπερβαλλούσῃ ἔστι τις κοινωνία;
- υπάρχει καμιά σχέση μεταξύ της εγκρατείας και της υπερβολικής ηδονής;
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- σωφροσύνῃ καὶ ἡδονῇ ὑπερβαλλούσῃ ἔστι τις κοινωνία;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 402e
- σαρκική επαφή, συνουσία
- κοινό δώρο, συνεισφορά ή ελεημοσύνη
Συγγενικά
- ἀξιοκοινώνητος
- ἀκοινωνησία
- ἀκοινώνητος
- ἀκοινωνία
- ἀνεπικοινώνητος
- δυσκοινώνητος
- ἐπικοινωνέω
- ἐπικοινωνία
- ἐπικοινωνός
- εὐκοινωνησία
- εὐκοινώνητος
- κατακοινωνέω
- κοινών
- κοινωνέω
- κοινωνικός
- κοινωνικῶς
- κοινωνιμαῖος
- κοινωνός
- μετακοίνωνος
- προσκοινωνέω
- συγκοινωνέω
- συγκοινωνός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κοινωνία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοινωνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.