κοσμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοσμικός | η | κοσμική | το | κοσμικό |
| γενική | του | κοσμικού | της | κοσμικής | του | κοσμικού |
| αιτιατική | τον | κοσμικό | την | κοσμική | το | κοσμικό |
| κλητική | κοσμικέ | κοσμική | κοσμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοσμικοί | οι | κοσμικές | τα | κοσμικά |
| γενική | των | κοσμικών | των | κοσμικών | των | κοσμικών |
| αιτιατική | τους | κοσμικούς | τις | κοσμικές | τα | κοσμικά |
| κλητική | κοσμικοί | κοσμικές | κοσμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοσμικός (συμπαντικός) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοσμικός[1]
- (μη θρησκευτικός) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοσμικός
- (κοινωνικός) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική mondaine
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.zmiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σμι‐κός
Επίθετο
κοσμικός -ή -ό
Συγγενικά
- κοσμικογράφος
- κοσμικότητα
- → δείτε τη λέξη κόσμος
- κοσμέω-κοσμώ
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κοσμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.