οδός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οδός | οι | οδοί |
| γενική | της | οδού | των | οδών |
| αιτιατική | την | οδό | τις | οδούς |
| κλητική | οδέ | οδοί | ||
| Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁδός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sodos < ρίζα *sed- (κάθομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δός
Ουσιαστικό
οδός θηλυκό
Εκφράσεις
- βασιλική οδός
- δια της πλαγίας οδού, δια της τεθλασμένης οδού
- εν μέση οδώ
- (είμαι) καθ' οδόν
Συγγενικά
Σύνθετα
|
Με τη λέξη ως α' συνθετικό
όπως ενδεικτικά |
Ως β' συνθετικό |
Μεταφράσεις
οδός
|
Πηγές
- οδός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- οδός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.