συνοδός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συνοδός οι συνοδοί
      γενική του/της συνοδού των συνοδών
    αιτιατική τον/τη συνοδό τους/τις συνοδούς
     κλητική συνοδέ συνοδοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνοδός < συνοδεύω (αναδρομικός σχηματισμός): η αρχαία αντίστοιχη λέξη ήταν σύνοδος (συνοδοιπόρος)

Προφορά

ΔΦΑ : /si.noˈðos/
τονικό παρώνυμο: σύνοδος
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνοδός
παλιότερος συλλαβισμός: συνοδός

Ουσιαστικό

συνοδός αρσενικό ή θηλυκό

  1. που συνοδεύει άλλο άτομο
  2. (ειδικότερα) το άτομο που συνοδεύει άλλο σε κοινωνικές συναντήσεις χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους συγγενική ή συζυγική σχέση
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνοδός η συνοδή το συνοδό
      γενική του συνοδού της συνοδής του συνοδού
    αιτιατική τον συνοδό τη συνοδή το συνοδό
     κλητική συνοδέ συνοδή συνοδό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνοδοί οι συνοδές τα συνοδά
      γενική των συνοδών των συνοδών των συνοδών
    αιτιατική τους συνοδούς τις συνοδές τα συνοδά
     κλητική συνοδοί συνοδές συνοδά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

συνοδός, -ή, -ό

  • (σπάνιο) (λόγιο) που συνοδεύει, που βρίσκεται δίπλα
      Ψάχνουμε να δούμε τι άλλα κτίσματα συνοδά υπήρχαν, με δεδομένο ότι το μνημείο που έχει ήδη ανασκαφεί δεν θα μπορούσε να είναι μόνο του εκεί, χωρίς άλλα που να το συνοδεύουν. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.